- παραλυσία
- η1. παράλυση2. μτφ. έκλυτος βίος, ακολασία, κραιπάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλυση + κατάλ. -ία. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Ιω. Φιλήμονα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραλυσία — η διαφθορά, ακολασία, έκλυτη ζωή: Η παραλυσία τον κατάντησε σωστό κουρέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκλυση — η 1. (χημ.), η έξοδος αερίων με μορφή φυσαλίδων από μείγμα που λιώνει ή από υγρό που βράζει. 2. παράλυση, χαλάρωση, εξασθένηση. 3. (ως ηθική έννοια), παραλυσία, εξαχρείωση, ηθική κατάπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακολασία — η η ασωτία, η παραλυσία: Η ακολασία είναι σημάδι κοινωνικής παρακμής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποχαλινώνομαι — ώθηκα, ωμένος, ρίχνομαι στην ασωτεία: Αποχαλινωμένος είχε ριχτεί σε κάθε είδους παραλυσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σπασμούς: Του έδωσε σπαστικά φάρμακα. 2. μτφ., άνθρωπος που δεν ελέγχει τις κινήσεις των μελών του σώματός του, γιατί πάσχει από σπαστική παραλυσία. 3. ο εκνευριστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)